κατάποτον

κατάποτον
κατάποτον, τὸ (Α)
1. καταπότι, χάπι
2. στον πληθ. τὰ κατάποτα
πράγματα που καταπίνονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ-ποτον, φιλτρό-ποτον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάποτον — pill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπότοισι — κατάποτον pill neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπότου — κατάποτον pill neut gen sg καταπότης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπότῳ — κατάποτον pill neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάποτα — κατάποτον pill neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”